εὐπαρακολούθητος

εὐπαρακολούθητος
εὐπαρᾰκολούθ-ητος, ον,
A easy to follow, of a narrative, argument, etc., Plb.4.28.6, Hero Bel.73.12, D.H.Pomp.6.2;

τοῦ εὐ. ἕνεκα Arist. EN1108a19

. Adv. -τως D.H.Th.37.
II [voice] Act., quick to follow, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐπαρακολούθητος — easy to follow masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπαρακολούθητος — η, ο (Α εὐπαρακολούθητος, ον) (για κείμενα ή εκθέσεις γεγονότων, ιδεών κ.λπ.) αυτός που παρακολουθείται εύκολα, ο ευνόητος αρχ. 1. αυτός που παρακολουθεί εύκολα 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπαρακολούθητοι ὀξεῑς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῑς». επίρρ …   Dictionary of Greek

  • εὐπαρακολουθητότερον — εὐπαρακολούθητος easy to follow adverbial comp εὐπαρακολούθητος easy to follow masc acc comp sg εὐπαρακολούθητος easy to follow neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαρακολουθήτως — εὐπαρακολούθητος easy to follow adverbial εὐπαρακολούθητος easy to follow masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαρακολούθητον — εὐπαρακολούθητος easy to follow masc/fem acc sg εὐπαρακολούθητος easy to follow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαρακολουθητοτέρους — εὐπαρακολούθητος easy to follow masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαρακολουθητότερα — εὐπαρακολούθητος easy to follow neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαρακολουθήτου — εὐπαρακολούθητος easy to follow masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαρακολουθήτους — εὐπαρακολούθητος easy to follow masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαρακολούθητα — εὐπαρακολούθητος easy to follow neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαρακολούθητοι — εὐπαρακολούθητος easy to follow masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”